- ἀθέσμῳ
- ἄθεσμοςmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀθέσμωι — ἀθέσμῳ , ἄθεσμος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιλυσσώ — ἐπιλυσσῶ, άω (AM) [λυσσώ] 1. λυσσάω από οργή και μίσος εναντίον κάποιου («Κάϊν ὁ τῇ εὐδοκιμήσει τοῡ Ἄβελ ἐπιλυσσήσας», ΠΔ) 2. λυσσάω από πόθο, ποθώ ασυγκράτητα («τῇ ἀθέσμῳ μίξει τῶν ἀλλοφύλων ἐπιλυσσήσαντας», Γρηγ. Νύσα) … Dictionary of Greek